- τσουχτερός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που τσούζει, καυστικός, δριμύς, διαπεραστικός (κυριολ. και μτφ.): Τσουχτερό κρύο. – Τσουχτερά λόγια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσουχτερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιφέρει καυστικό πόνο, τσούξιμο 2. δριμύς, διαπεραστικός («τσουχτερό κρύο») 3. μτφ. δηκτικός («τσουχτερά λόγια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ τού αορ. έ τσουξ α τού τζούζω (πρβλ. τσούχτρα) + κατάλ. ερός (πρβλ. καυτ ερός)] … Dictionary of Greek
αιχμηρός — ή, ό 1. μυτερός, οξύς, σουβλερός 2. δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιχμή. ΠΑΡ. αιχμηρότητα] … Dictionary of Greek
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
δακνώδης — δακνώδης, ες (AM) 1. δηκτικός, τσουχτερός 2. επίπονος, επώδυνος … Dictionary of Greek
διαπεραστικός — ή, ό 1. αυτός που διαπερνά, που διατρυπά, διεισδυτικός 2. (για κρύο) τσουχτερός, δριμύς 3. (για φωνή) οξύς και συνήθως ενοχλητικός … Dictionary of Greek
δριμώνω — [δριμύς] 1. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι δριμύς, τσουχτερός («δρίμωσε ο καιρός») 2. (για πρόσ.) οργίζομαι, θυμώνω 3. μέσ. μαζεύομαι … Dictionary of Greek
ζάκοτος — ζάκοτος, ον (Α) 1. πολύ οργισμένος 2. (μτφ. για πράγματα) κοφτερός, τσουχτερός, οξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + κότος «φθόνος, μίσος»] … Dictionary of Greek
καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… … Dictionary of Greek
καυτερός — η, ό [καυτός] 1. αυτός που καίει, πολύ θερμός, ζεματιστός, καυστικός 2. μτφ. τσουχτερός, δριμύς 3. το ουδ. ως ουσ. το καυτερό ειδικό εργαλείο που χρησιμεύει για το ψάρεμα τών καλαμαριών … Dictionary of Greek
τσούζω — Ν 1. προκαλώ καυστικό πόνο («μέ έτσουξε το φάρμακο») 2. μτφ. πληγώνω κάποιον ηθικά, τόν θίγω («τόν έτσουξαν οι βρισιές του») 3. (αμτβ.) είμαι δριμύς, τσουχτερός (α. «τσούζει η γλώσσα μου») 4. φρ. «τό [ή τα] τσούζω» πίνω, μεθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… … Dictionary of Greek